Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

"Κωνσταντινάτο", καβαφικό, εξεταστικό...

         Άρθρο του εξαίρετου π. Μεταλληνού Γ.  με συγκροτημένη ιστορική παρουσίαση και αναφορά στις ιστορικές πηγές, που διαφωτίζει την ιστορική διάσταση της προσωπικότητας του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου : Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καί ἡ ἱστορική ἀλήθεια.
  άρθρο της Ελένης Αρβελέρ για το "δολλάριο του μεσαίωνα" (σόλιδος), το κωνσταντινάτο:  http://www.archaiologia.gr/
 ***
          Νεοελληνική Λογοτεχνία σήμερα για τη θεωρητική κατεύθυνση. Καβάφης έπεσε πέρυσι, οπότε φέτος -αν και επετειακός- δεν ήταν πιθανό να ξαναπέσει: 

Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου
ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ 595 μ.Χ.
 
Τό γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου
εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι.
Δέν ἔχω ἐγκαρτέρησι καμιά.
Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα·
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ.
Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι. ⎯
Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάμνουνε ⎯ για λίγο ⎯ νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.
(1921)

*
               Για φέτος Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής, ο ποιητής  του φωτός, με απόσπασμα από τον Κρητικό

(αποσπάσματα)


3. 
Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.

4. 
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.

Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
Καν τα’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·

5.
Κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
Αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
Και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,
Κι η θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάει,
Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
Και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει. -     
Τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,
Με δύναμη πού δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
Μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.

Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
Του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει·
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,

Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα
Κι' έφώναζα: «ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
Καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει
Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός ... ...
Δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα,
Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι ... ...
Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
 Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και να ‘μπει δεν ημπόρει
Ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη
Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
Τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου·
Πού εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·
Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: