Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Καβαφικά όστρακα...

             Μια ανάρτηση με μικρά καβαφικά ποιητικά ψήγματα... Αν και ο Κ.Π. Καβάφης δεν είναι ποιητής που ασχολείται με τη φύση στα ποιήματά του και γενικότερα (και κατά δήλωσή του στα Μικρά Καβαφικά), ωστόσο υπάρχουν σχετικοί στίχοι του, οι οποίοι βέβαια, στους επόμενους στίχους εκτρέπονται προς το "ανθρωποκεντρικότερον" :

α) 
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη
· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.                  


(Θάλασσα του πρωιού, 1916)

β)
Κάπως το πέλαγος με φαίνετ’ οχληρόν·
μεγάλα νέφη σκέπουσι τον ήλιον.
Πλην τι; Πας βράχος δι’ εμέ κογχύλιον,
πας πόντος όμοιος προς ομαλόν αγρόν.  


(Έμπορος Aλεξανδρεύς, 1893 κρυμμένο)

γ)
Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά
βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών. 


(Εν Εσπέρα,1917)

*

               Φυσικά πολύ περισσότερα τα διδακτικά-φιλοσοφικά ποιήματα με τη δηκτική ειρωνεία, τη διεισδυτική του ματιά:  
α) για τη ζωή και την πολιτεία τη δική μας και των άλλων: 
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.


(Διακοπή, 1900-01)
 

*

 Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
  Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν. 


(1930)

*
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για 
τα δυο...   

(Ιασή Tάφος, 1917)

*
 Pωτούσε για την ποιότητα (των μαντηλιών)
(1930)
β) η επικριτική ειρωνεία του:
Πολίτου εντίμου υιός         — προ πάντων, ευειδής
έφηβος του θεάτρου,          ποικίλως αρεστός,
ενίοτε συνθέτω                   εν γλώσση ελληνική
λίαν ευτόλμους στίχους,     που τους κυκλοφορώ
πολύ κρυφά, εννοείται        — θεοί! να μην τους δουν
οι τα φαιά φορούντες,        περί ηθικής λαλούντες —   


(Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.X.), 1923) 

*
 Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά
δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
και τα παραίτησε. Στον καναπέ
μισοκοιμάται.


(1924)
*
...πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων
.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής. 

...
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.  


(Ο Δαρείος, 1917-1920) 
*
γ) για την ομορφιά:

μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,
κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του
την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.
  

(Ο καθρέπτης στην είσοδο, 1930)

*
 Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.

(1911,1917)

δ) για την τέχνη :


Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.

(Ζωγραφισμένα, 1914, 1916)

ε) Και μια ιδέα νοσταλγίας για τη ζωή που κυλά προς το τέλος:

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.


(Φωνές, 1894-1904)
*
Ένα κερί αρκεί.                Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά,                θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Aγάπης,                σαν έρθουν η Σκιές. 

(Για νά 'ρθουν, 1920)

          Και για το τέλος, ένα πολύ γνωστό ποίημα όπως το απαγγέλλει μοναδικά ο Δημήτρης Χορν :    «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον» (1910).



Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον

Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ᾿, ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνὲς –
τὴν τύχη σου ποὺ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου
ποὺ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις.

Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα τὴν, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ φεύγει.
Πρὸ πάντων νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πὼς ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πὼς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς.
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
σὰν ποὺ ταιριάζει σε ποὺ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ᾿ ὄχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,

κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ χάνεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: