Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Μικρές καβαφικές σκέψεις β΄

      Για την τέχνη του (συνέχεια αυτής της ανάρτησης) :

*
Εξοχή Α΄ (σ. 97)

               Ποτέ μου δεν έζησα στην εξοχή. Ουδ’ επεσκέφθην εξοχάς καν διά σύντομα διαστήματα, ως άλλοι. Εν τοσούτω έγραψα ένα ποίημα εις το οποίον εξυμνώ την εξοχήν, και γράφω ότι εις αυτήν οφείλονται οι στίχοι μου. Το ποίημα είναι μικρού λόγου άξιον. Είναι δε το πιο ανειλικρινές πράγμα που γίνεται· σωστή ψευτιά.
              
              Αλλά με περνά απ’ τον νου τώρα – αυτό είναι αληθής ανειλικρίνεια; Η τέχνη δεν ψεύδεται πάντα; Ή μάλλον όταν η τέχνη ψεύδεται το περισσότερον, δεν είναι τότε που δημιουργεί και το περισσότερον; Όταν έγραφα εκείνους τους στίχους, δεν ήτο κατόρθωμα της τέχνης; (ότι οι στίχοι δεν έγιναν τέλειοι ίσως δεν είναι συνέπεια της ελλείψεως ειλικρινείας· διότι πόσαις φοραίς αποτυγχάνει κανείς έχων ειλικρινεστάτην εντύπωσιν ως εφόδιον). Την στιγμήν που έκαμνα τους στίχους δεν είχα τεχνητήν ειλικρίνειαν; Δεν εφανταζόμην με τέτοιον τρόπον, που να ήταν σαν τωόντι να έζησα στην εξοχή;                                                                           
 5.7.1902

Γ΄  (σ. 100)

Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άρα γε; 
ή υπάρχουν μόνον Νέον και Παλαιόν
– και το Ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας;

16.9.1902 

*
Ι΄
[σε ένα νέο ποιητή]

... αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα η μικρές μου πολυτέλειες. Για να ταις αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ’ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα (στες οποίες πρέπει να προστεθούν  και η ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται). Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Τέχνης.
     Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη  «Δεν είμαι δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλήτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες – προδότη και ταπεινέ – για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή σου κοινωνική θέσι, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής), και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοιμος να με δεχθής, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένης, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα».
                                                                    Ιούνιος 1905

*
ΙΔ΄ (σ.112)
     Tι απατηλό πράγμα που είναι η Tέχνη όταν θέλεις να εφαρμόσης ειλικρίνεια. Kάθεσαι και γράφεις ―εξ εικασίας πολλάκις― διά αισθήσεις, και έπειτα αμφιβάλλεις με τον καιρό αν δεν επλανήθης. Έγραψα τα «Kεριά», ταις «Ψυχαίς των Γερόντων», και τον «Γέρο» περί γήρατος. Προχωρώντας προς το γήρας ή προς την μέσην ηλικίαν, ηύρα που το τελευταίο μου ποίημα δεν περιέχει σωστή εκτίμησι. H «Ψυχαίς των Γερόντων» ακόμη θαρρώ πως είναι σωσταίς. Aλλά σαν γίνω 70 χρονώ ίσως ταις βρω κ’ εκείναις ψεύτικαις. Tα «Kεριά» ελπίζω να ήναι ασφαλή.
     H περιγραφική ποίησις ―ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις!) της φύσεως― ίσως είναι ασφαλής. Aλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα.
 

1906

*
ΙΣΤ'   (σ. 114)

      Xωρίς τον ενθουσιασμό ―μέσα στον ενθουσιασμό βάζω και την οργή― δεν μπορεί να δουλέψει η ανθρωπότης. Eπάνω στον ενθουσιασμό όμως δεν δουλέβει καλά. Πρέπει να περάσει ο ενθουσιασμός, διά να εργασθεί αποτελεσματικά, αλλά και τότε ―στην νηφαλία κατάστασι― κάμνει έργα που πηγάζουν από την περίοδο του ενθουσιασμού. Όποιος ενθουσιάζεται πάρα πολύ, δεν μπορεί να κάμει καλή εργασία· όποιος δεν ενθουσιάζεται ποτέ, μήτε. 
24.1.’07

*
ΙΗ' (σ. 116)

       Mια άλλη ενασχόλησις ―μια βιοποριστική εργασία οιαδήποτε, όχι βέβαια τόσω βαρεία ή τόσο μακρά που να τον παίρνει όλον του τον καιρό― είναι μεγάλο πλεονέκτημα για τον καλλιτέχνη. Tον refreshes him, τον ασσαινίρει, σχεδόν τον ξεκουράζει. Σε μερικούς καλλιτέχνας τουλάχιστον συμβαίνει τούτο.
13.5.’07

Δεν υπάρχουν σχόλια: