Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Λευκάδα (2013)

          Για μια ακόμη φορά στο πολυαγαπημένο νησί. 
Δε χορταίνεις το πράσινο,
το ιδιαίτερο θαλασσί της βαθιάς και άγριας πολλές φορές θάλασσας,
Πόρτο Κατσίκι
Αμμούσω, αγαπημένη μικρή παραλία
(από μέσα φωτογραφημένη)
τα βράχια, το μελωδικό αέρα να σκορπά τη μυρωδιά του πεύκου, τη θέα, 
τις εικόνες, τις διαδρομές, τα χωριά που φωλιάζουν στις πλαγιές, 
τα πεδινά με τις καλλιέργειες, 
τη χαρούμενη και ζωηρή πόλη με τις ιδιαίτερες επτανησιακές εκκλησιές,
Ζωοδόχος Πηγή (λίγο έξω από την πόλη)
 τα ασκηταριά μέσα στα βράχια,
Ασκητήριο Αγίων Πατέρων (Α΄Οικουμενικής Συνόδου)
 την ηρεμία, τα χωριά, τα μνημεία,
μνημείο στην περιοχή Σφακιωτών για τα θύματα της εξέγερσης 
των Λευκαδιτών εναντίον των Άγγλων το 1819
(στο βάθος η πόλη της Λευκάδας)
... τους φίλους, τη φύση, το υγρό στοιχείο...
υποβρύχια φωτογράφιση με τη νέα μου μηχανή!
Περιήγηση στο μεσαιωνικό (φραγκικό) κάστρο της Αγίας Μαύρας,
 πριν διασχίσουμε τα πενήντα μέτρα της κινητής γέφυρας που ενώνουν το νησί με τη στεριά. Το μικρό αλλά πανέμορφο αρχαιολογικό μουσείο
 Οι μύλοι στη Γύρα

το Νυδρί με τον καταρράκτη του Δημοσάρη σε ένα ολόδροσο περιβάλλον
η Μαδουρή (νησάκι) του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη,
συμφωνία σε θαλασσί και πράσινο
η μονή Παναγίας Φανερωμένης

το άρτι επανδρωμένο μοναστήρι του αγίου Νικολάου 
(με ξεχωριστή ευλογία το προσκύνημα στο εντυπωσιακό καθολικό)
μονή Αγ. Νικολάου στην άκρη του νησιού

τον επιβλητικό κάβο Δουκάτο στο ακρωτήριο Λευκάτας 
 με τα απόκρημνα βράχια (απ΄όπου θρυλείται ότι έπεσε η Σαπφώ) 
μετά από μια εκπληκτική διαδρομή στη λευκαδίτικη ενδοχώρα
και το φάρο του Πολεμικού Ναυτικού.
από το μονοπάτι προς την παραλία του Μύλου
από το μονοπάτι προς την Αγία Κυριακή
γραφική άποψη Βλυχού, Νυδριού και συμπλέγματος νησιών
 Και την τελευταία ημέρα, ένα άκρως φθινοπωρινό 
σκηνικό αποχαιρετισμού. 

Στην επιστροφή μικρή στάση στην ιερά πόλη του Μεσολογγίου, 
στον Κήπο των Ηρώων (υπό βροχήν).
 

Και ένα δραματικό ποίημα του Α. Βαλαωρίτη 
για τη Λευκάδα και την Παναγία Φανερωμένη: 
*
Η Φανερωμένη
(απόσπασμα) 
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
 
* 
«Κυρὰ Φανερωμένη μου, παρηγοριὰ τοῦ κόσμου,
βοήθαμε τὴν πανόρφανη! Τ' ἅγιο σου χέρι δός μου
γιὰ ν' ἀνεβῶ στὸ βράχο σου! Δὲν ἦλθες μὲς στὸ βράδυ
ὡσὰν αχτίδ' ἀνέλπιστη στὸ μαῦρό μου τὸν ἅδη,
κ' ἐσφόγγισες τὸ δάκρυ μου καὶ μοὖπες σύ, Κυρά μου,
νὰ πάρω τὸ παιδάκι μου στὴν ἔρημη ἀγκαλιά μου
καὶ νὰ τὸ φέρω νὰ τὸ δῇς;... Παρθένε, βόηθησέ με...

Τὰ γόνατά μου ἐδείλιασαν... κατέβα, πρόφθασέ με...
Μὤφαγ' ἡ θάλασσα ἡ σκληρὴ τὸ Λάμπρο μου στὰ ξένα...
Ἡ δυστυχιὰ μ' ἐμάρανε!... Μὴν ἀρνηθῇς κ' ἐμένα...
Δυνάμωσέ με, τὴ φτωχή... […]

Ἐπάνωθέ της τοῦ βορειᾶ τὰ σύγνεφα ἀρμενίζουν
κι' οὔτε δὲ στέκουν νὰ τὴν δοῦν. Τὸν κόρφο της φωτίζουν
κρύαις ἀχτῖδες φεγγαριοῦ, ποὺ ἐδῶ κ' ἐκεῖ προβαίνουν
σὰν ἀπὸ μάτι νεκρικό, χωρὶς νὰ τὴ θερμαίνουν.
Σιμά της τρέχει τὸ νερό, γοργό, γοργό, δροσᾶτο...
λαλοῦν τ' ἀηδόνια ξέγνοιαστα μὲς στὴ μυρτιά, στὸ βάτο...
τὰ δένδρα εἶν' ἀνθοστόλιστα... παντοῦ χαρὰ κ' ἐλπίδα,
σφιχταγκαλιάζεται ἡ ὀχειὰ μὲ τὴ μονομερίδα,
κι' ὡς τόσο ἀμοιρολόγητη, χωρὶς ταφὴ καὶ δάκρυ,
μιὰ χήρα μάνα, ἕνα παιδί, πεθαίνουν σὲ μιὰν ἄκρη!

Μέσα στοῦ κόσμου τὴ γλυκειά, τὴν ἄφθαρτη ἁρμονία,
ποιὰ θέληση καὶ ποιὰ καρδιά, ποιὰ παντοδυναμία
ἐσύμπλεξ', ἐζευγάρωσε τὸ σφύριγμα τἀστρίτη,
τοῦ καταρράχτη τὴ βοή, τοῦ λύκου, τοῦ πετρίτη,
καὶ τἀητοῦ τὸ ρυάσιμο, μὲ τὸ γλυκὸ τραγοῦδι,
ποὺ χύνει ἀπ' τὰ στήθια του τὸ μαῦρο στεφανοῦδι;
Καὶ ποιός, καὶ ποιός ἐπρόσταξε, μέσα σ' αὐτὴν τὴν πλάση
νὰ συναντιέται ἀδελφικά, χωρὶς νὰ τὴ χαλάσῃ,
τὸ περιστέρι, κι' ὁ σκορπιός, ὁ χαμελειὸς κι' ὁ κρίνος,
φιλὶ καὶ ψυχομάχημα, χαμόγελο καὶ θρῆνος;...
Κι' ὡς τόσο ἀμοιρολόγητη, χωρὶς ταφὴ καὶ δάκρυ,
μιὰ χήρα μάνα, ἕνα παιδί, πεθαίνουν σὲ μιὰν ἄκρη.

Μοσχοβολοῦσε ἡ ἄνοιξη κι' ὁλόγυρά τους χίλια
ἀνθίζουν ἀγριολούλουδα, χολᾶτα χαμομήλια.
Καὶ κἄπου κἄπου ἀμέτρηταις τρελλαῖς πυγολαμπίδες
φωτίζουν τὰ δυὸ λείψανα μὲ μυστικαῖς ἀχτῖδες.[...]


Χαμογελᾷ ἡ ἀνατολὴ καὶ ροδοκοκκινίζει
ὀλίγ' ὀλίγο ἡ καταχνιά, ποὺ τὰ βουνὰ στολίζει.
Λαλεῖ τὠρνίθι τῆς αὐγῆς, τὸ πρόβατο βελάζει...
Ξυπνοῦν στὰ πλάγια ἡ πέρδικαις, ἡ μιὰ τὴν ἄλλη κράζει...
Ξυπνᾷ κι' ὁ γέρο Γούμενος, τὸν ὄρθρο του σημαίνει
καὶ μουρμουρίζοντας σιγὰ στὴν ἐκκλησιὰ πηγαίνει
τὴν ἅγια εἰκόνα τῆς Κυρᾶς σκυφτὰ νὰ προσκυνήσῃ...
Κ' ἐκεῖ ποὺ ἐτέντων' ὁ παπᾶς τὰ χείλη νὰ φιλήσῃ,
τοῦ 'κάστηκε πὼς ἔλειπε – παράδοξη ἱστορία! -
ἀπ' τὸ θρονί της τὸ χρυσὸ ἡ Δέσποινα Μαρία...
Ἐτρόμαξ' ὁ καλόγερος... Στὴν πλάκα γονατίζει,
χτυπᾷ τὸ μέτωπο στὴ γῆ, παρακαλεῖ, δακρύζει...

Μὲ μιᾶς ἀστράφτ' ἡ ἐκκλησιά, κ' αἰσθάνετ' ἕνα χέρι
ὁποὺ τὸν ἀνεσήκωνε... Μοσχοβολάει τ' ἀγέρι...
Τὰ μάτια του ἄνοιξ' ὁ παπᾶς... Στὸ κάτασπρό του γένι
τὸ δάκρυ του ἔσταζε βροχή... Κυττάζει... Καθισμένη
στὸ θρόνο βλέπει τὴν Κυρά, ποὺ τοῦ χαμογελοῦσε,
καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἐχαίρετο καὶ ποὺ τὸν εὐλογοῦσε.

Σὲ ποιό καλύβι ἀγνώριστο, σὲ ποιά καρδιὰ θλιμμένη
νὰ πέρασες τὴ νύχτα σου, Κυρὰ Φανερωμένη;
Ποιό μαραμμένο λούλουδο ἡ χάρη σου, Κυροῦλα,
κρυφά, κρυφά ν' ἀνάστησε, σὰν τ' οὐρανοῦ δροσοῦλα;...

Ἡ μάνα ἡ δύστυχη ξυπνᾷ καὶ βλέπει τὸ μωρό της
νὰ παίζῃ μὲ τὰ λούλουδα, χορτᾶτο στὸ πλευρό της· […]

Τὴν εἶχε κράξει μιὰ φωνὴ καὶ μιὰ Κυρὰ Μεγάλη
τῆς φάνηκε ὅτι ἐμάλαζε τὸ ἔρμο της κεφάλι
καὶ μὲ γλυκάδ' ἀνέκφραστη ὅτι ἔταζε στὴ χήρα
νὰ στεῖλῃ χρυσῆ μοῖρα.

Κυττάζει ὁλόγυρα... Ψυχή!... Τὶ τάχα νὰ συνέβη
κ' ἐκεῖ δὲ φαίνεται κανείς; Στὸ μοναστῆρι ἀνέβη...
Στὰ πόδια πέφτει τῆς Κυρᾶς καὶ μὲ τὰ δάκρυά της
βρέχει τὸ κόνισμά της.

Τὸ δρόμο παίρνει γιὰ νἀλθῇ γοργὰ στὸ φτωχικό της
κ' ἔχει μαζί της συντροφιὰ τὤμορφο τὤνειρό της.
Σὰν νὰ τῆς ἔδινε φτερὰ, τόσο τρεχάτη ἐπέρνα,
ποὺ αἱμάτωνε τὴ φτέρνα.

Τὴ θύρα βλέπει διάπλατη... Σπρώχνει σκιαχτὰ τὸ μάρι
μὲς στὸ κατῶγί της νὰ ἰδῇ... Στὸ τίμιο της κρεββάτι
ἕνας λεβέντης σιωπηλὸς μὲς στὰ χρυσᾶ ντυμένος
προσμένει καθισμένος.

Ἐγνώρισε τὸ Λάμπρο της... πετᾷ στὴν ἀγκαλιά του...
Τοῦ δείχνει τὸ παιδάκι του... χορταίνει τὰ φιλιά του.
Καὶ σὺ τοὺς ἐπαράστεκες, ἐκεῖ σιμὰ κρυμμένη,
Κυρὰ Φανερωμένη.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: