Για μια ακόμη φορά στο πολυαγαπημένο νησί.
Δε χορταίνεις το πράσινο,
το ιδιαίτερο θαλασσί της βαθιάς και άγριας πολλές φορές θάλασσας,
 |
Πόρτο Κατσίκι |
 |
Αμμούσω, αγαπημένη μικρή παραλία
(από μέσα φωτογραφημένη) |
τα βράχια, το μελωδικό αέρα να σκορπά τη μυρωδιά του πεύκου, τη θέα,
τις εικόνες, τις διαδρομές, τα χωριά που φωλιάζουν στις πλαγιές,
τα πεδινά με τις καλλιέργειες,
τη χαρούμενη και ζωηρή πόλη με τις ιδιαίτερες επτανησιακές εκκλησιές,
 |
Ζωοδόχος Πηγή (λίγο έξω από την πόλη) |
τα ασκηταριά μέσα στα βράχια,
 |
Ασκητήριο Αγίων Πατέρων (Α΄Οικουμενικής Συνόδου) |
την ηρεμία, τα χωριά, τα μνημεία,
 |
μνημείο στην περιοχή Σφακιωτών για τα θύματα της εξέγερσης
των Λευκαδιτών εναντίον των Άγγλων το 1819
(στο βάθος η πόλη της Λευκάδας) |
... τους φίλους, τη φύση, το υγρό στοιχείο...
 |
υποβρύχια φωτογράφιση με τη νέα μου μηχανή! |
Περιήγηση στο μεσαιωνικό (φραγκικό) κάστρο της Αγίας Μαύρας,
πριν διασχίσουμε τα πενήντα μέτρα της κινητής γέφυρας που ενώνουν το νησί με τη στεριά. Το μικρό αλλά πανέμορφο αρχαιολογικό μουσείο
Οι μύλοι στη Γύρα
το Νυδρί με τον καταρράκτη του Δημοσάρη σε ένα ολόδροσο περιβάλλον
η Μαδουρή (νησάκι) του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη,
 |
συμφωνία σε θαλασσί και πράσινο |
η μονή Παναγίας Φανερωμένης
το άρτι επανδρωμένο μοναστήρι του αγίου Νικολάου
(με ξεχωριστή ευλογία το προσκύνημα στο εντυπωσιακό καθολικό)
 |
μονή Αγ. Νικολάου στην άκρη του νησιού |
τον επιβλητικό κάβο Δουκάτο στο ακρωτήριο Λευκάτας
με τα απόκρημνα βράχια (απ΄όπου θρυλείται ότι έπεσε η Σαπφώ)
μετά από μια εκπληκτική διαδρομή στη λευκαδίτικη ενδοχώρα
και το φάρο του Πολεμικού Ναυτικού.
 |
από το μονοπάτι προς την παραλία του Μύλου |
 |
από το μονοπάτι προς την Αγία Κυριακή |
 |
γραφική άποψη Βλυχού, Νυδριού και συμπλέγματος νησιών |
Και την τελευταία ημέρα, ένα άκρως φθινοπωρινό
σκηνικό αποχαιρετισμού.
Στην επιστροφή μικρή στάση στην ιερά πόλη του Μεσολογγίου,
στον Κήπο των Ηρώων (υπό βροχήν).
Και ένα δραματικό ποίημα του Α. Βαλαωρίτη
για τη Λευκάδα και την Παναγία Φανερωμένη:
*
Η Φανερωμένη
(απόσπασμα)
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
*
«Κυρὰ
Φανερωμένη μου, παρηγοριὰ τοῦ κόσμου,
βοήθαμε τὴν πανόρφανη! Τ' ἅγιο σου χέρι δός μου
γιὰ ν' ἀνεβῶ στὸ βράχο σου! Δὲν ἦλθες μὲς στὸ βράδυ
ὡσὰν αχτίδ' ἀνέλπιστη στὸ μαῦρό μου τὸν ἅδη,
κ' ἐσφόγγισες τὸ δάκρυ μου καὶ μοὖπες σύ, Κυρά μου,
νὰ πάρω τὸ παιδάκι μου στὴν ἔρημη ἀγκαλιά μου
καὶ νὰ τὸ φέρω νὰ τὸ δῇς;... Παρθένε, βόηθησέ με...
Τὰ γόνατά μου ἐδείλιασαν... κατέβα, πρόφθασέ με...
Μὤφαγ' ἡ θάλασσα ἡ σκληρὴ τὸ Λάμπρο μου στὰ ξένα...
Ἡ δυστυχιὰ μ' ἐμάρανε!... Μὴν ἀρνηθῇς κ' ἐμένα...
Δυνάμωσέ με, τὴ φτωχή... […]