Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Καβάφης πνευματικός, εκκλησιαστικός, χριστιανικός (;)

ο ποιητής : έργο του Ν. Εγγονόπουλου (1948)
          Η πνευματικότητα του Καβάφη διαχέεται με διάφορες μορφές σε αρκετά ποιήματά του. Οι αντιλήψεις του, η χριστιανική ανατροφή του, οι αντιρρήσεις και η προσωπική του κοσμοθεωρία σε συνδυασμό με την ειρωνική διάθεση και τα σχόλιά του δυσχεραίνουν την πρόχειρη και προπετή διαμόρφωση γνώμης.  Όπως έγραψε και ο ίδιος ο ποιητής για την επαμφοτερίζουσα στάση:  εν μέρει εθνικός κ' εν μέρει χριστιανίζων (Τα επικίνδυνα, 1911).  Το πιο γνωστό ίσως σχετικό του ποίημα, ειρωνικό ελαφρά, καίρια σχολιαστικό με διφορούμενη ανάγνωση, αλλά και λεπτότητα νοός είναι:

Στήν Eκκλησία 
(1892-1912) 

Τὴν ἐκκλησίαν ἀγαπῶ – τὰ ἑξαπτέρυγά της,
τ᾿ ἀσήμια τῶν σκευῶν, τὰ κηροπήγιά της,
τὰ φῶτα, τὲς εἰκόνες της, τὸν ἄμβωνά της.

Ἐκεῖ σὰν μπῶ, μὲς σ᾿ ἐκκλησία τῶν Γραικῶν·
μὲ τῶν θυμιαμάτων της τὲς εὐωδίες,
μὲ τὲς λειτουργικὲς φωνὲς καὶ συμφωνίες,
τὲς μεγαλοπρεπεῖς τῶν ἱερέων παρουσίες
καὶ κάθε των κινήσεως τὸν σοβαρὸ ρυθμὸ –
λαμπρότατοι μὲς στῶν ἀμφίων τὸν στολισμὸ–
ὁ νοῦς μου πηαίνει σὲ τιμὲς μεγάλες τῆς φυλῆς μας,
στὸν ἔνδοξό μας Βυζαντινισμό.


Σταχυολογούμε μερικές ακόμα ψηφίδες μόνο από την "εικόνα" :

1.  Πρωτόλεια προσευχή (1894)

Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
Τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου…

2.  Αιωνιότης (κρυμμένο, 1895)

Ο Ινδός Aρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος και πράος,
μισούσε τες σφαγές. Ποτέ δεν έκαμνε πολέμους.
Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός δυσηρεστήθη —
(λιγόστεψεν η δόξα του, άδειασαν οι ναοί του) —
και μπήκε με θυμό πολύ στου Aρσούνα το παλάτι.
Ο βασιλεύς φοβήθηκε και λέει· «Θεέ μεγάλε,
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω ανθρώπου».
Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε· «Aπό μένα
νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη γελιέσαι.

Καμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».


3.  Το Μετέπειτα  (κρυμμένο, 1892)

 Πιστεύω το Μετέπειτα. Δεν με πλανούν ορέξεις
της ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν’ έξις
αλλ’ ένστικτον. Θα προστεθή η ουρανία λέξις

εις της ζωής την ατελή την άλλως άνουν φράσιν.
Aνάπαυσις και αμοιβή θέλουν δεχθή την δράσιν.
Ότε διά παντός κλεισθή το βλέμμα εις την Πλάσιν,

θα ανοιχθή ο οφθαλμός ενώπιον του Πλάστου.
Κύμα αθάνατον ζωής θα ρεύση εξ εκάστου
Ευαγγελίου του Χριστού — ζωής αδιασπάστου.


Βέβαια, στα Άλογα του Αχιλλέως (1896-7) αναφέρεται στο μεγάλο Τίποτε, επιστραμένο απ' τη ζωή όπου βρίσκεται ο άψυχος Πάτροκλος...

4.  Και ένα τρυφερό σχόλιο στη θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων, αλλά και επισήμανση της απόστασης της θείας προστασίας από την τραγικότητα της ζωής, τη θεοδικία:   

Δέησις 
(1896-98)

Ἡ θάλασσα στὰ βάθη της πῆρ᾿ ἕναν ναύτη.–
Ἡ μάνα του, ἀνήξερη, πηαίνει κι ἀνάφτει

στὴν Παναγία μπροστὰ ἕνα ὑψηλὸ κερί
γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καί νἆν᾿ καλοὶ καιροὶ –

καὶ ὅλο πρὸς τὸν ἄνεμο στήνει τ᾿ αὐτί.
Ἄλλὰ ἐνῶ προσεύχεται καὶ δέεται αὐτή,

ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,
ξεύροντας πὼς δὲν θἄλθει πιὰ ὁ υἱὸς ποὺ περιμένει.

5. Εν τω μηνί Aθύρ (1917) : 

Με δυσκολία διαβάζω   στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».   Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Aθύρ»        «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας   «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει   που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω   «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές   πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω —   σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,   και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος»… 

6.  (1916-17)

 Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

7.  η ιστορική και εσωτερική σύγκρουση χριστιανών-εθνικών (Ιερεύς του Σεραπίου, 1926):

Τον γέροντα καλόν πατέρα μου,
τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα·
τον γέροντα καλόν πατέρα μου θρηνώ
που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει.

Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα
της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ
εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον,
εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθεια μου
η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται
τους αποστρέφομαι.— Aλλά τώρα θρηνώ·
οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
μ’ όλο που ήτανε —φρικτόν ειπείν—
στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς. 

8. σχόλιο άραγε για τη θρησκευτική ταυτότητα ή τη βιοτή γενικότερα; 

Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X. 
(1929)

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ' όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
[…]
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε—
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει. […] 

Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. […] ·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ,  ξ έ ν ο ς  π ο λ ύ· […]

 9.  Η προσφιλής ιστορική μορφή του Ιουλιανού (του αφιέρωσε δώδεκα ποιήματα), με σκωπτική διάθεση απέναντι στους χριστιανούς:

Εις τα περίχωρα της Aντιοχείας 
(1932-35)
[…]
Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)

Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε. 


Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών  
 (1892, 1917, 1926)

Εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία,
αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα,
διέρχεται οδούς, πλατέες, και πύλες
της περιωνύμου πόλεως Aντιοχείας.
Στης επιβλητικής, μεγάλης συνοδείας την αρχή
ωραίος, λευκοντυμένος έφηβος βαστά
με ανυψωμένα χέρια τον Σταυρόν,
την δύναμιν και την ελπίδα μας, τον άγιον Σταυρόν.
Οι εθνικοί, οι πριν τοσούτον υπερφίαλοι,
συνεσταλμένοι τώρα και δειλοί με βίαν
απομακρύνονται από την συνοδείαν.
Μακράν ημών, μακράν ημών να μένουν πάντα
(όσο την πλάνη τους δεν απαρνούνται). Προχωρεί
ο άγιος Σταυρός. Εις κάθε συνοικίαν
όπου εν θεοσεβεία ζουν οι Χριστιανοί
φέρει παρηγορίαν και χαρά:
βγαίνουν, οι ευλαβείς, στες πόρτες των σπιτιών τους
και πλήρεις αγαλλιάσεως τον προσκυνούν —
την δύναμιν, την σωτηρίαν της οικουμένης, τον Σταυρόν.—

Είναι μια ετήσια εορτή Χριστιανική.
Μα σήμερα τελείται, ιδού, πιο επιφανώς.
Λυτρώθηκε το κράτος επί τέλους.
Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος
Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.

Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχηθώμεν. 
  
10. Εν τω Kοιμητηρίω (Κρυμμένο, 1893) 


Όταν η μνήμη εις το κοιμητήριον
τα βήματά σου διευθύνη,
μ’ ευλάβειαν το ιερόν μυστήριον
του σκοτεινού μας μέλλοντος προσκύνει.
Τον νουν σου ύψου προς τον Κύριον.
Προ σου
των απεράντων ύπνων η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού.

Η προσφιλής θρησκεία μας τα μνήματα,
τον θάνατον ημών σεμνύνει.
Των εθνικών τα δώρα και τα θύματα
και τας πομπάς δεν αγαπά εκείνη.
Χωρίς ανόητ’ αναθήματα
χρυσού,
των απεράντων ύπνων η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού.



11.  Και ένα ακόμη σχόλιο για το ιστορικό μεταίχμιο:

Η αρρώστια του Kλείτου 
(1926)

Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό
παιδί, περίπου είκοσι τριώ ετών —
με αρίστην αγωγή, με σπάνια ελληνομάθεια —
είν’ άρρωστος βαρειά. Τον ηύρε ο πυρετός
που φέτος θέρισε στην Aλεξάνδρεια.

Τον ηύρε ο πυρετός εξαντλημένο κιόλας ηθικώς
απ’ τον καϋμό που ο εταίρος του, ένας νέος ηθοποιός,
έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει.

Είν’ άρρωστος βαρειά, και τρέμουν οι γονείς του.

Και μια γρηά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε,
τρέμει κι’ αυτή για την ζωή του Κλείτου.
Μες στην δεινήν ανησυχία της
στον νου της έρχεται ένα είδωλο
που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού, υπηρέτρια,
σε σπίτι Χριστιανών επιφανών, και χριστιανέψει.
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νοιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας Χριστιανός.  


*
              Και τέλος, ένα αμιγώς θα λέγαμε χριστιανικό ποίημα (με βάση το συναξάρι της ημέρας και το καβαφικό σχόλιο), ατελές του 1925 :

Οι Άγιοι Επτά Παίδες

Έμορφα που εκφράζεται το Συναξάριον:
"Ενώ δε συνωμίλει ο βασιλεύς" με τους αγίους
"κ' οι Επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες,
"ενύσταξαν ολίγο οι Άγιοι"
και τες ψυχές των στον Θεό παρέδωσαν.

Οι Άγιοι Επτά Παίδες της Εφέσου που
κατέφυγον εις σπήλαιον να κρυφθούν
από τον διωγμόν των εθνικών, κ' εκεί εκοιμήθησαν·
και την επαύριον εξύπνησαν. Επαύριον γι' αυτούς.
Μα εν τω μεταξύ, είχαν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες.

Ξύπνησε την επαύριον και πήγε
ένας των, ο Ιάμβλιχος, γιά ν' αγοράσει άρτον,
κ' είδεν εμπρός του άλλην Έφεσον,
όλην καθηγιασμένη μ' εκκλησίες, και σταυρούς.

Κ' εχάρηκαν οι Άγιοι Επτά Παίδες,
και τους ετίμησαν και τους προσκύνησαν οι Χριστιανοί·
κ' ήλθε κι απ' την Κωνσταντινούπολιν ο βασιλεύς,
ο Θεοδόσιος, ο γιός του Αρκαδίου,
και τους προσκύνησεν κι αυτός, ως πρέπον, ο ευλαβέστατος.

και χαίρονταν οι Άγιοι Επτά Παίδες
σ' αυτό τον κόσμο τον ωραίο, και τον Χριστιανικόν,
τον αγιασμένο μ' εκκλησίες, και σταυρούς.

Μα έλα που ήσαν όλα τόσο διαφορετικά,
και τόσα είχαν να μάθουν και να πουν,
(και τέτοια δυνατή χαρά ίσως εξαντλεί κι αυτή)
που γρήγορα κουράσθηκαν οι άγιοι Επτά Παίδες,
από άλλον κόσμο φθάσαντες, από σχεδόν δυό αιώνες πριν,
και νύσταξαν μες στην συνομιλία -
και τους αγίους οφθαλμούς των έκλεισαν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: