Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Καβάφης βυζαντινός

             Αν και ο Κ.Π. Καβάφης ασχολείται με τον ποιητικό του τρόπο στα ιστορικά ποιήματά του με εποχές περισσότερο μεταβατικές, κυρίως την ελληνιστική, οφείλουμε να μην παραγνωρίσουμε και την ενασχόλησή του (και τα ποιητικά του σχόλια) με πρόσωπα της βυζαντινής περιόδου και σχόλια σχεδόν εκκλησιαστικά/εκκλησιολογικά ή πνευματικότητας, έχουν δε υπάρξει και σχετικές μελέτες από λίγους μελετητές. Έχουμε σταχυολογήσει μερικά ποιήματα και αποσπάσματα σχετικά με το θέμα:

Ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό 
 (1925)
Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως (2006)

Πολὺ μὲ συγκινεῖ μιὰ λεπτομέρεια
στὴν στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ
καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν.
Ὅπως δὲν εἶχαν παρὰ λίγους πολυτίμους λίθους
(τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ᾿ ἡ πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς. Ἕνα σωρό κομμάτια ἀπὸ ὑαλί,
κόκκινα, πράσινα ἤ γαλάζια. Τίποτε
τὸ ταπεινὸν ἤ τὸ ἀναξιοπρεπὲς
δὲν ἔχουν κατ᾿ ἐμὲ τὰ κομματάκια αὐτὰ
ἀπὸ ὐαλὶ χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σὰν μιὰ διαμαρτυρία θλιβερὴ
κατὰ τῆς ἄδικης κακομοιριᾶς τῶν στεφομένων.
Εἶναι τὰ σύμβολα τοῦ τί ἥρμοζε νὰ ἔχουν,
τοῦ τί ἐξ ἅπαντος ἦταν ὀρθὸν νὰ ἔχουν
στὴν στέψι των ἕνας Κὺρ Ἰωάννης Καντακουζηνός,
μιὰ Κυρία Εἰρήνη Ἀνδρονίκου Ἀσάν.

*

Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών  
 (1921)

Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης,
εις κάθε δυσκολίαν στα εκκλησιαστικά,
εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.
Aλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής
Ειρήνη Δούκαινα), και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών—
να διασκεδάζω με μυθολογήματα
Ερμού, και Aπόλλωνος, και Διονύσου,
ή ηρώων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου·
και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως —θα μ’ επιτρέψετε να πω— οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Aυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής. 
 


*

Μανουήλ Kομνηνός 
(1905-16)

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.


Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα. 

*

Θεόφιλος Παλαιολόγος  

(κρυμμένα 1903,1914)


Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».

A Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο,
πόσον καημό του γένους μας, και πόση εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)
οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν. 

*

Οὐκ ἔγνως   

(1928)

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες –
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,
κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε
μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς
τοὺς Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως,
οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: